- κρατογενής
- κρατογενής, -ές (Α)(για την Αθηνά) αυτή που γεννήθηκε από το κεφάλι τού Διός.[ΕΤΥΜΟΛ. < κράς, κρατός (ὁ/ἡ), «κεφάλι» + -γενής (< γένος), πρβλ. θεο-γενής, νυμφο-γενής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κρατογενοῦς — κρατογενής head born masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… … Dictionary of Greek